- τηκόλιθος
- τηκόλιθοςdissolving stonesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηκόλιθος — ὁ, ΜΑ (για φάρμακο) αυτός που διαλύει τις πέτρες τών νεφρών αρχ. είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήκω + λίθος (πρβλ. φιλό λιθος)] … Dictionary of Greek
τηκόλιθον — τηκόλιθος dissolving stones masc/fem acc sg τηκόλιθος dissolving stones neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηκολίθου — τηκόλιθος dissolving stones masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηκόλιθοι — τηκόλιθος dissolving stones masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek